- ρούπια
- η рупия (монета)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρουπία — (I) η, Ν νομισματική μονάδα τής Ινδίας, τού Πακιστάν, τής Ινδονησίας κ.ά. χωρών τής Ασίας, ισοδύναμο με το 1/15 τής αγγλικής λίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. rūpaijā / rupīyā < αρχ. ινδ. rūpya «ασήμι, ασημένιο νόμισμα» < rūpa «μορφή, ομορφιά»].… … Dictionary of Greek
ρουπία — η νομισματική μονάδα της Ινδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
ρουππία — και ρουπία και ρουπικία, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια ρουππιάδες τής τάξης ποταμογειτονώδη … Dictionary of Greek